- φουμαδόρος
- ο, θηλ. φουμαδόρισσα, Ν(διαλ. τ.) καπνιστής, ιδίως αυτός που καπνίζει πολλά τσιγάρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. fumadore < fumo «καπνίζω» (πρβλ. φουμάρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φουμαδόρος — ο θηλ. α και ισσα (λ. ιταλ.), αυτός που έχει τη συνήθεια να καπνίζει πολύ, που φουμάρει υπερβολικά, ο μανιώδης καπνιστής: Δεν μπορεί να περιορίσει το κάπνισμα· είναι φουμαδόρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)